Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008

Δύο μήνες ακόμα που θα πάει... θα περάσουν

«Κούραση». Όταν με ρωτάνε τις τελυεταίες μέρες τι κάνω, δίνω την πιο πάνω απάντηση.
Ξυπνάω στις 7.00 το πρωι, μπάνιο, καφές με κάτι γρήγορο να μασουλίσω, μισό τσιγάρο, ντύσιμο, βάψιμο και έξω από την πόρτα. Διανύω 34 χιλιόμετρα για να παω στη δουλειά οπότε κατα τις 9.00-9.15 είμαι στο γραφείο. Δουλεύω σαν το μαύρο το σκυλί, είναι και η περίοδος δύσκολη τώρα, κλείνουμε τα ξένα βιβλία και μου έχει κλείσει το δικό μου σπίτι, τσακώνομαι με άγγλους, ιταλούς, πολωνούς να βγάλω άκρη (με τις ιάπωνες δεν το επιχειρώ καν, δεν θα το συννενοηθώ ποτέ), και είναι στιγμές που νιώθω ότι το εγκεφαλικό με γλυκοκοιτάει και με χαιρετάει από μακρυά. Φεύγω από το γραφείο κατά τις 7.30-8.00 το βράδυ, με ένα κεφάλι καζάνι, που ούτε το όνομα μου δεν θυμάμαι να πω, και σέρνω το κουφάρι μου μέχρι το γυμναστήριο. Μια ευχαρίστηση έχω και έγω, δεν γίνεται να την παρατήσω. Καταλήγω στο σπίτι στις 10.30 το βράδυ όπου αρχίζω να πετάω παπούτσια και φόρμες από το σαλόνι μέχρι το μπάνιο. Ένω μπαίνω στο ντους μασουλάω και την φρυγανιά που έχει στουμπωθεί με το τυρί, μπας και ριμαδοφάω τίποτα. Αν κάνω το λάθος να ανοίξω το στόμα μαζί με την φρυγανία και το τυρί θα δοκιμάσω και το καινούριο αφρόλουτρο Camay. Και μέσα σε όλο αυτόν τον πανικό έχω και μια μαμά που με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει συνέχεια ότι με την δουλειά που κάνω και την ζωή που έχω δεν θα βρω ποτέ γαμπρό! Όταν πέφτω στο κρεβάτι, μέχρι να βρω την θέση να βολευτώ έχω ήδη κοιμηθεί. Έχω μέρες να μιλήσω στο τηλέφωνο με φίλο και φυσικά πολλές περισσότερες για να τους δω.. Η τελευταία σκέψη της ημέρας είναι : «Είμαι πολύ κομμάτια και πολύ μόνη μου. Κουράστηκα».
Γκρινιάζω τώρα το ξέρω, τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι. Κατά το τέλος του Μαρτίου θα αρχίσουν να στρώνουν. Το ξέρω το έργο, το βλέπω κάθε χρόνο. Μέχρι τότε όμως χρειάζομαι:

- Μια γυναίκα να μου μαζέψει το τσαντίρι μου, να μου βάλει πλυντήρια και να μου σιδερώσει εκείνο το άσπρο πουκαμισάκι που το έχω αφήσει έτσι από την Παρασκευή.
- Ταπεράρακια περισσότερα για να αποθηκεύω φαί, γιατί ο Θεός ξέρει πότε θα ξαναμαγειρέψω
- Κάποιον να παει στο Σουπερ Μαρκετ, να μου ψωνίσει τίποτα. Στο τέλος θα τρώω τα πιάτα
- Να μου πληρώσει την γαμωΔΕΗ που ήρθε 85€. Τα νεύρα μου!
- Κάποιον για το ΙΚΕΑ να μου πάρει τον καλόγερο που έχω μπανίσει.
- Κάποιον να με περιμένει στο σπίτι, να μου λέει μια καληνύχτα και να με κάνει μια αγκαλιά.

Θέλω να ευχαριστήσω:
- Την μαμά μου, που έχει συμβάλλει σημαντικά στο να τρωω ένα φαι της
προκοπής
- Τους φίλους μου που παρόλο το χάλι μου, εξακολουθούν να με παίρνουν τηλέφωνα, να με σκέφτονται και να με καλούν για ποτάκι το βράδυ (που εγώ δεν πάω)
- Τους συναδέλφους μου που σε κρίσης πανικού που φωνάζω δεν με παρεξηγούν γιατι καταλαβαίνουν την κατάσταση. (Δεν είμαι κακός άνθρωπος, αγχωμένος ειμαι )


Υπομονή, 2 μήνες ακόμα, που θα πάει, θα στρώσει.

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

Είναι κάτι μέρες....ασήκωτες

Τι γίνεται σήμερα? Είναι ανάδρομος ο Ερμής? Έχει μπει πουθενά η Αφροδίτη παρέα με τον Κρόνο και με έχουν κάνει έτσι? Ξύπνησα με μια σκατίλα απίστευτη. Δεν την θέλω την ύπαρξη μου. Σέρνω τα κομμάτια μου. Νιώθω ότι κουβαλάω στην πλάτη μου εκατό κιλά βάρος. Το καλύτερο μου θα ήταν να είμαι σπίτι, να χουχουλιάζω στον καναπέ μου και να χάσκω. Να μην κάνω τίποτα. Να φοράω τις «σεξουαλικες» πιτζαμούλες μου με την μαγευτική ρομπίτσα μου από πάνω, που εγώ αν κάνω το λάθος και με κοιτάξω στον καθρέπτη απότομα σκιάζομαι, και να περιφέρομαι μέσα στο σπίτι. Να πίνω καφέδες, να καπνίζω και να μασουλάω βλακείες. Αυτό θέλω.
Και βρίσκομαι στο γραφείο, σε περίοδο τρελλής δουλειάς, να προσπαθώ να κάνω την δουλευταρού, να προσπαθώ να συγκεντρωθώ, να βγάλω κανένα νούμερο της προκοπής και δεν μπορώ. Δεν είμαι σε φάση λέμε. Σεβασμός στην κακή μου διάθεση βρε!

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

Μεγαλώνουν οι αποστάσεις και βαθαίνουν οι δεσμόί

Την Παρασκευή το πρωί πάλευα με νούμερα, με ισολογισμός, με report, με άγχη, με την καθημεριότητα μου δηλαδη, και το βράδυ βρέθηκα στο Ηράρκλειο Κρήτης. Το ταξίδι για μένα, ουσιαστικά ξεκίνησε εκείνη την στιγμή.
Μέχρι να καταλαβω τι έγινε, ήμουν σε ένα μαγαζάκι να πίνω ρακές, με την αδερφή μου και ένα πολύ αγαπημένο μου άνθρωπο που είχα να δω δυο χρόνια και να ακούμε ρεμπέτικα. Μετά την τέταρτη ρακή άρχισα κάπως να συνέρχομαι. Τι να πεις, τι να ρωτήσεις όταν έχεις να δεις κάποιον τόσο πολύ καιρό. Το μόνο αληθινό εκείνη την ώρα, είναι το ζεστό και καθαρό βλέμμα, το σταθερό άγγιγμα στον ώμο, και η ερώτηση: «είσαι καλά?». Και πίσω από αυτές τις δυο λεξούλες να βάζεις νοιάξιμο, αγωνία, ενδιαφέρον, αγάπη.
Όσο πέρναγε η ώρα, οι ρακές γίνανε πολλές, τα τραγούδια ...έτσι σαν να με άγγιζαν πιο πολύ «εμένα δεν με μέλλει αν αγαπάς αλλού, φοβούμαι μην σου πάρουν την γνώση και το νου...και από λίγο λίγο γίνεται πολύ...». Και μετά γέλια, και βλέμματα, και χάδια και αγκαλιές και αστεία χαζά, παλιά και αγαπημένα. Να κλείνω τα μάτια, να ψάχνω το συναίσθημα και να γεμίζει η ψυχή μου, να ανοίγει, και εγώ να νιώθω οτι εκείνο το βράδυ, σε εκείνο το μέρος και με αυτό το παρεάκι, εγώ είμαι καλά!
Η επόμενη μέρα, αληταριό σκέτο. Βόλτες, ψώνια, χάζεμα, καφέδες, φαί, κλεμμένος ύπνος μια ωρίστα σε ένα υπέροχο σπιτάκι σε χωριό υπό την μουσική οργάνου, καινούριου για μένα, με το όνομο «μεντίν» ή κάπως έτσι, για να καταλήξω να βρεθώ πάλι σε μαγαζάκι εξαιρετικό, να πίνω πάλι ρακές, και να ακούω λαούτι, και βιολί και τραγουδάκια κρητικά. Όλα πολυ ωραία. Αλλιώς όμως, διαφορετικά. Ήρεμα. Δεν ήθελα να μιλάω πολύ, δεν ένιωθα ότι κάτι έχω να πω που δεν πρόλαβα. Όλα μου φαίνονταν ήσυχα, τακτοποιημένα.
Η τελευταία στάση του ταξιδιού, ημέρα Κυριακή, θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «έρχομαι να σας ξανασυστηθώ». Βρέθηκα με πολύ μα πάρα πολύ κόσμο.Και τι κόσμο, το σόι μου.
Πρίν από σαράντα μέρες ένας πολύ αγαπημένος θείος, αποφάσισε να φύγει για άλλο ταξίδι. Κουράστηκε εδώ. Πήγε να βρεί τους άλλους του αγαπημένους, που έφυγαν πριν από αυτόν. Να ανταμωθούν αλλού. Να ξανασμίξουν αλλιώς. Πήγα να χαιρετήσω αυτόν τον θείο, να του πω το δικό μου «καλό ταξίδι», να του ζητήσω να μου αγκαλιάσει και να μου χαιρετήσει τον δικό μου άνθρωπο, και να σταθώ όπως μπορώ και ξέρω σε μια οικογένεια που έχει πόνο.
Και βρέθηκα μέσα σε πενήντα – εξηντα ανθρώπους που είναι συγγενείς. Κάποιους είχα να τους δω λίγο καιρό, κάποιους όμως χρόνια πολλά. Δέκα, δεκαπέντε και βάλε. Τι να τους πεις και τι να σου πουν. Εγώ είμαι του τάδε, δεν με θυμάσαι? Που να σε θυμάμαι βρε πουλάκι μου, που την τελευταία φορά που σε είδα έιχα ύψος 1,15, προσπαθούσα να μάθω την διαίρεση με πορτοκάλια και να τονίζω σωστά τις λέξεις. Κάποιους τους άφησα 15 χρονών και τους βρήκα παντρεμένους με παιδιά. Περνάει γρήγορα ο καιρός.
Μέχρι πρίν λίγα χρόνια, στα δικά μου μάτια αυτοι οι άνθρωποι ήταν «το σόι μου». Και αυτη η φράση, τους έκανε ένα πράγμα. Τους τσουβάλιαζε, τους αδικούσε ή τους υπερεκτιμούσε. Άλλαξα τρόπο που τους είδα λοιπόν. Γύρισα λίγο το βλέμμα. Τους ξεχώρισα, τους ξεδιάλεξα. Κάποιους θέλω να τους ξαναδώ, να τους γνωρίσω και να με γνωρίσουν. Να συστηθούμε πάλι. Εγώ είμαι αυτή. Δεν είμαι η κόρη του τάδε και της τάδε και η αδερφή της γιατρέσας. Όχι, εγώ είμαι αυτή που βλέπεις, και έλα πιο κοντά να με δεις και να σε δω. Κάποιους άλλους πάλι, νομίζω ότι και να μην τους ξαναδώ δεν θα στενοχωρηθώ και πολύ. Είδα ανθρώπους που πραγματικά ήταν εκεί για να σταθούν και να βοηθήσουν, και άλλους που ήταν απλά γιατι δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Θυμήθηκα πολλές φορές αυτό που είχα διαβάσει κάποτε: «Οι άνθρωποι μπορεί να αμφισβητήσουν αυτό που θα πεις, αλλά δεν θα αμφισβητήσουν ποτέ αυτό που θα κάνεις» Αλλά έτσι είναι η ζωή και οι άνθρωποι που περνάνε γύρω μας. Και δεν είναι το «σοι μου». Είναι αυτοί που μπορώ να τους έχω στη ζωή μου αν θέλω και θέλουν ή όχι.
Γύρισα βράδυ αργά και ένιωθα καλά. Ένιωθα γεμάτη και ακόμα το κουβαλάω αυτό. Χόρτασα στην Κρήτη. Χόρτασα φαί, ρακή, μουσική, κουβέντες, αγκαλιές, βλέμματα, πειράγματα, σκέψεις,θλίψη, καλοσύνη, γέλιο, ανυσηχίες.
Ακούω ακόμα το αληθινό και ζεστό : «να μας ξανάρθεις μωρέ », και χαμογελάω κρυφά.
Θα τους «ξανάρθω».

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008

Το γλυκό άρχισε να με χαλάει.

Αυτό ήταν. Έγκωσα, μπάφιασα, κουράστηκα, βαρέθηκα, σιχάθηκα, λιγώθηκα. Αυτή την αίσθηση που έχεις όταν τρώς κάτι που σου αρέσει αρχικά, αλλά σε τόσο μεγάλη ποσότητα, μα τόσο μεγάλη που έχεις αυτό το αίσθημα του κορεσμού. Μάλλον στο να πας να κάνεις εμετό είσαι. Πω, πω. Σίχαμα. Μπορώ να μην ξαναδώ αυτό το γαμημένο το βαζο, για πολύ, πολύ καιρό? Μπορώ να μην το βγάζω κάθε λίγο και λιγάκι και να τσιμπολογάω? Μπορώ? Μπορώ. Μήπως να το πετάξω? Μήπως να το στείλω στο διάολο?
Μα κουκλίτσα μου δεν είναι ένα το βάζο. Πολλά είναι. Και δεν φτάνει που το κάθε ένα, είναι λιγωτικό, είναι βαρύ (να μην σου πω ότι έχει αρχίσει και χαλάει κιόλας), τα ανοίγεις και τα τρως όλα μαζι, και σου χαλάνε περισσότερο το στομάχι. Και κάθεσαι τώρα και περιμένεις να περάσει ο πόνος.
Όσο το σκέφτομαι καταλήγω ότι καλύτερα να τα πετάξω όλα τα βάζα και να μην ξαναγοράσω άλλα ίδια
Αντε μου σιχτίρ πια!

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008

Μαθαίνοντας να με μαζεύω

Θα προσπαθήσω αυτή την φορά να με τηρήσω. Θα προσπαθήσω να μαζέψω την τρεχάλα που με πιάνει και τον πανικό για άμμεσες απαντήσεις. Θα προσπαθήσω. Εχθές ήταν το πρώτο τέστ και πήγα καλά. Νιώθω ότι είμαι πάνω από την βάση. Αλλά με ζάλισα. Συνέχεια μου έλεγα, «δεν θα μιλήσεις, δεν θα ρωτήσεις, δεν θα κουνηθείς», «άστον ελεύθερο να μπορεί να κινηθεί, να το χειριστεί όπως νομίζει εκείνος». Και τα πήγα καλά. Είχα διαβάσει κιόλας. Είχα κάνει και τα ιδιαίτερα μου το προηγούμενο βράδυ με την Φαίη, μια χαρά τα πήγα. Τώρα κάθομαι και περιμένω. Και θα προσπαθήσω να μην ξεκουνήσω. Θα περιμένω να δω. Και το συναίσθημα από κοντά, σε συνεχή διάλογο. Και όταν χτυπήσει κόκκινο θα φροντίσω να το σεβαστώ.
Πω, πω, δύσκολο όλο αυτό, αλλά ωραίο. Μάθημα και αυτό. «Πως να κοντρολάρω εμένα»

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2008

Μάθημα 1ο (για φέτος)

Έτσι είναι η ζωή, και ο χρόνος που τιμωρεί και δικαιώνει. Αλλάζουνε τα πράγματα. Εκεί που είσαι υπεράνω, και δεν μου γαμιέται, και δεν μου κάνει, τώρα κάθεσαι μικρή μου και περιμένεις ένα τηλέφωνο του. Πάρε τώρα να έχεις να πορέυεσαι. Το κεφαλάκι να μην το σηκώνεις πολυ πολύ ψηλά γιατί στο τέλος θα φύγεις με ένα ωραιότατο πιάσιμο στον αυχένα και τα αρχίδια του αλλουνού στην αμασχάλη για το δρόμο.
Αλλά επειδή πολύ με βολεύει τώρα να σκεφτώ πως ότι γίνεται, για καλό γίνεται, θα το αφήσω για να δω που θα με βγάλει.
Πάντως το μαθηματάκι μου το πήρα.

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2008

Flash back

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ήμουν σε ένα σπίτι, με πολυ αγαπημένους μου ανθρώπους. Η κουβέντα γύρω από το στρογγυλό τραπέζι ήταν τι άλλο από την ανασκόπηση 2007. Η κουβέντα αυτή έγινε σκέψεις τις επόμενες ημέρες, οι οποίες σήμερα θα προσπαθήσουν να μπουν σε μια σειρά που να δίνουν νόημα.
Η χρονιά που πέρασε μου έμαθε τρία πολύ σημαντικά πράγματα:

α) Όταν κάτι το θέλεις πολύ, πολύ όμως, το έχεις ονειρευτεί, το έχεις λαχαρίσει, το έχεις κλάψει, τότε κάποια στιγμή θα βρεις την δύναμη και θα το κάνεις. Και θα είναι τόση μεγάλη η χαρά σου που δεν θα βλέπεις την δυσκολία. Ξαφνικά θα σου φαίνεται εύκολο και απλό.
β) Ό,τι γίνεται στη ζωή μας, γίνεται για κάποιο λόγο που στο τέλος αποδεικνύεται ότι γίνεται για καλό. Και όσο πιο μεγάλο το ζόρι τόσο πιο μεγάλο το καλό. Αλλά θέλει χρόνο για να το δούμε, θέλει να βγούμε από την κατάσταση, να κάνουμε δυο βήματα πίσω, με ψυχραιμία και αντικειμενικότητα.
γ) Σεβασμός στο συναίσθημα. Αν γυρίσουμε και κοιτάξουμε καλά μέσα μας τι μας λέει το συναίσθημα, τότε έχουμε βρει όλη την αλήθεια μας.

Εγώ λοιπόν θεωρώ ότι αυτά τα τρια είναι πολύ σημαντικά, πολύ μεγάλη προίκα, και μπορεί το 2007 να μην ήταν μια εύκολη χρονιά, ήταν όμως διδακτική.
΄Εκανα βήματα το 2007. Μεγάλα, δύσκολα, χαρούμενα, δημιουργικά, βαριεστημένα, μοναχικά, ερωτικά, φιλικά, βήματα μπροστά αλλά και πίσω, και λίγο στο πλάι, ψάχνοντας να βρω το σημείο εκείνο που θα μπορώ να βλέπω καθαρά γύρω μου και μπρος μου. Και μια το έχανα, μια το έβρισκα. Και κάπως έτσι βλέπω να πηγαίνει και το 2008, το 2009 και γενικά η ζωή μου. Γιατι τα πράγματα μεταβάλονται, αλλάζουν, γυρνάνε και το ίδιο κάνουμε και εμείς μαζί. Γιατι το να είσαι σε ένα σημείο ακούνητος, αλύγιστος, άκαμπτος δεν σε οδηγεί πουθενά. Χάνεις εικόνες, γυρνάνε όλα γύρω σου και εσύ έχεις μόνο μια οπτική. Χάνεις το υπόλοιπο. Και είναι δύσκολο και όμορφο και δημιουργικό και πολλά ακόμα. Για τον καθένα μας είναι ό,τι επιλέγει να βλέπει κάθε φορα. Και που θα κάτσει το βλέμμα. Που θα σταθεί. Τι ανάγκη έχει να δει.
Αυτό που εύχομαι για μένα το 2008, είναι να ακονίσω το ΚΡΙΤΗΡΙΟ μου. Για τα πάντα. Για την οικογένεια, την δουλειά, τους φίλους, τους έρωτες, την ζωή μου. Κριτήριο τέτοιο, που να κάνει το βλέμμα μου φρέσκο, φωτεινό, καθαρό και να στέκει
εκεί που αξίζει, εκει που θα βρίσκω αυτό που λαχταράει κάθε φορά η ψυχούλα μου.