Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

Θύμησες

Λοιπόν, δεν γίνεται το σηκώνουν οι μέρες, το ζητάει ο οργανισμός μου, με γαργαλάνε τα χέρια μου, με τσιγκλάνε οι μνήμες μου και συνεχώς μου έρχονται θύμησες από Χριστούγεννα.
Αν κλείσω μάτια, χαλαρώσω και με αφήσω να θυμηθώ Χριστούγεννα, έρχονται πολλά.
Καταρχήν οι μυρωδιές. Η μαμά κάθε χρόνο έφτιαχνε μελομακάρονα και κουραμπιέδες, και βασιλόπιττες. Μιλάμε για πολύ πράγμα. Και τα έβαζε σε κουτάκια και τα μοίραζε. Όλες οι φίλες, οι συγγενείς, οι συμπεθέρες αντάλλασαν κάθε χρόνο γλυκά και σχόλια. «Φάε από αυτόν τον κουραμπιέ είναι της Πόπης και τον έχει πετύχει», «καλά αυτή η Γεωργία Κ. φτιάχνει κάτι μελομακάρονα σαν παντόφλες», και παραμονή Πρωτοχρονίας το απόγευμα που έφτιαχνε βασιλόπιττες, έπαιρνε τρεις και τις πήγαινε σε κάτι γιαγιάδες γειτόνισες που δεν μπορούσαν να φτιάξουν. «Κρίμα είναι οι καημένες, αυτές οι μέρες είναι για παρέα, κανένας δεν πρέπει να είναι μόνος του» έλεγε. Και εγώ βέβαια ως λιχούδικο παιδί, έπαιρνα σκαμνακια, σκαρφάλωνα, τέντωνα χέρια, για να πιάσω το τεράστιο μπωλ με τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες. Το γεγονός βέβαια ότι ποτέ δεν έπεσα να σπάσω κανένα πόδι, ή ότι κανένα μπωλ δεν μου είχε έρθει καπέλο, έτσι που το τράβαγα οριακά για να φτιάσω το περιεχόμενο, αποδεικνύει οτι είμαι ταλέντο τελικά. Μήπως έπρεπε να δουλεύω σε τσίρκο?
Μυρωδιές επίσης από φαγητά. Γιατί ο μπαμπας γιόρταζε την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων και τότε κάναμε την μεγάλη γιορτή του σπιτιού. Ερχόντουσαν 30-40 ατόμα, η μαμά μαγείρευε 2 μέρες και ο μπαμπάς ήταν σε ετοιμότητα για οτιδήποτε χρειαζόταν η μαμά απ’ έξω. Πήγαινε σουπερ – μαρκετ, πήγαινε λαίκή, πήγαινε για κρασιά, γενικά ο μπαμπάς κάθε τρεις και λίγο ήταν έξω. Και εμείς καλοβαράγαμε μέσα στο σπίτι και περιμέναμε να έρθει το βράδυ για να πλακώσει ο κόσμος και να μας φέρουνε και σε εμάς τα μικρά το κάτιτι μας. Και θυμάμαι κάτι μεγάλες σοκολάτες που είχαν επάνω το Μικυ- Μάους και ήταν και παιχνίδι με φάτσες. Και κατα το μέσο της γιορτής, αφού είχαν φάει και πιει, έμπαινε και η μουσική. Τα κρητικά ήταν στην πρωτη γραμμη. Και φυσικά έπρεπε εγώ και η αδερφή μου ώς γνήσιοι γόνοι κρητικής οικογένειας να σύρουμε το χορό. Και καλά εγώ, όπου γάμος και χαρά ήμουν πρώτη. Το γούσταρα τρελλά να χορεύω, αλλά η αδερφή μου δεν είχε χειρότερο. Ντρεπόταν πολύ και δεν ήθελε. Και πήγαινε ο πατέρας μου, την κοίταγε αυστηρά και της έλεγε την γαμάτη ατάκα : «Δεν πληρώνω εγώ τα χοροδιδασκαλεία τσάμπα. Σήκω να χορέψεις να σε καμαρώσω» και η κακομοίρα σηκωνόταν αναγκαστικά, με τα μούτρα κάτω και δώστου οι πεντοζάλιδες και οι μαλεβιζότιδες και οι σούστες. Εγώ όλο χαρά και δίπλα η αδερφή μου να κλαψουρίζει και να χορεύουμε. Και ο μπαμπάς και η μαμά να καμαρώνουν τα τέκνα τους. Μεγαλεία λέμε. Και αφού τελειώναν τα παραδοσιακά, άρχιζαν τα τσιφτετέλια και τα ζειμπέκικα. Ακόμα θυμάμαι τον μπαμπά να χορεύει το αγαπημένο του τραγούδι τον «Παλιατζή» και να το νιώθει, να το γουστάρει τρελλά. Ήταν λεβέντης και μερακλής. Και όταν τελείωνε η γιορτή, η απογραφή της βραδυάς ήταν ένα σπίτι βομβαρδισμένο, αποφάγια σε πιάτα και φυσικά καμιά εικοσαριά σοκολάτες για εμάς. Τέλεια. Την παραμονή της Πρωτοχρονίας κάθε χρόνο την κάναμε στο σπίτι της κ.Βάσως. Χρόνια οικογενειακοί φίλοι, και εγώ με την αδερφή μου βαριόμασταν αφόρητα.Θυμάμαι ότι για να βγει ο δρόμος με το αυτοκίνητο μετράγαμε πόσα δέντρα στολισμένα βλέπαμε στα σπίτια. Και στο σπίτι παίζαμε όλα τα παιδάκια «Πάρτα όλα», μέχρι να βαρεθούμε, να νυστάξουμε και να αρχίσουμε τις κλάψες για να φύγουμε.
Κάλαντα. Άλλο μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή κάθε παιδιού. Κάθε παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, βγαίναμε με την αδερφή μου και μια γειτόνισσα, ξυπνάγαμε από τα δίκαια χαράματα, ντυνόμασταν σαν τους ντολμάδες και παίρναμε δρόμους. Θυμάμαι την μάνα μου «που πάτε καλέ από τόσο νωρίς να ξυπνήσετε τον κόσμο θα σας βρίσουνε. Καθίστε λίγο να βγει ο ήλιος» τίποτα εμείς. Νύχτα βγαίναμε, νωρίς το απόγευμα γυρνάγαμε. Συνήθως μας έλειπε και το μαραφέτι που χτυπούσαμε το τριγωνάκι και πάιρναμε ένα κουτάλι της σούπας, το κρατούσαμε ανάποδα και έκανε την δουλειά του. Μια χρονιά κιόλας είπαμε να εμπλουτίσουμε λίγο το σχήμα, και πήραμε μια μελόντικα. Την είχε αναλάβει η αδερφή μου. Και επειδή η μελόντικα από ποιότητα ήταν της πλάκας, όταν φύσαγε φεύγανε και σάλια, και είχε ένα χαρτομάντιλο ανά 2 λεπτά για να σκουπίζει. Άθλια η εικόνα, αλλά αν θυμάμαι καλά την έκανε την δουλειά της. Και στο τέλος κάναμε την μοιρασιά, και παίρναμε παιχνίδια, σοκολάτες και αυτοκόλλητα με την Κάντυ- Κάντυ. Μια χρονιά θυμάμαι χιόνσε, και ενω εμείς σηκωθήκαμε όλο χαρά για τα καλάντα, μας βουτάει η μάνα μου «δεν έχετε να πάτε πουθενά, να σπάσετε κανένα πόδι ή να μου αρρωστήσετε και να τραβιέμαι. (αυτό το χούι που έχουν όλες οι μαμάδες, ό,τι στραβό συμβεί στο παιδί τους αυτές τα τραβάνε όλα, ενώ τα παιδιά όχι? Δεν το έχω καταλάβει ακόμα ) Αν θέλετε κάλαντα να τα πείτε στην πολυκατοικία και τέλος» Νομίζω ότι εκείνη την χρονιά μόνο τα αυτοκόλλητα της Κάντυ-Κάντυ αγοράσαμε, άντε και καμιά τσίχλα για το ξεκάρφωμα.
Στον Αγιο-Βασίλη, δεν θυμάμαι να πίστεψα ποτέ. Μόνο μια χρονιά, ήμουν πολυ μικρούλα, με είχε πάρει ο υπνος το μεσημέρι, ξύπνησα και βρήκα δίπλα μου μια κούκλα. Ετρεξα στην μαμά όλο χαρά, και μου είπε ότι την έφερε ο Αγιος-Βασίλης. (Το γεγονός οτι στο δικό μας σπίτι ήρθε μεσημεριάτικα, καθόλου δεν με παραξένεψε. Ήμουν λίγο βλαμμένο τότε τι να πω). Και τρέχω στην αδερφή μου όλο χαρά να της δείξω το δώρο του Αγιου-Βασίλη, και μου λέει όλο εξυπνάδα «σιγά καλέ η μαμά στην έφερε το μεσημέρι που κοιμόσουν και την έβαλε στο κρεβάτι σου». Και έτσι έληξε άδοξα το όνειρο του Αγιου- Βασίλη.
Ε, μετά μεγαλώσαμε, γαιδουρέψαμε, θελαμε να βγαίνουμε τις γιορτές μόνες, να μην ακολουθούμε τους γονείς, να ντυνόμαστε σαν τα παρλιακά και να παίρνουμε σβάρνα τα ρεμπετάδικα. Ωραία ήταν και τότε, αλλά οι μνήμες από τα παιδικά Χριστούγεννα είναι καλύτερες, όμορφες, αγνές, αστείες.
Όση ώρα γράφω ένα χαμόγελο έχει μείνει στα χείλη. Νιώθω τυχερή για αυτές τις μνήμες. Και ένα μικρό παιδάκι έχει ξεπηδήσει μέσα μου, και με τσιγκλάει να κάνω ζημιές, να σκαρφαλώσω για το μπωλ, να πω τα κάλαντα, να πάρω αγκαλιά όλους του ανθρώπους που αγαπώ και να πω από καρδιάς: Χρόνια Καλά, Χαρούμενα, Γελαστά, Πολλά.

5 σχόλια:

Φαίη είπε...

Απολαυστικότατο το post σου καλή μου.

Καλές γιορτές!

Lucia είπε...

Να'σαι καλά μικρή μου, επίσης

Moutsakos είπε...

Eκείνο το ατελείωτο τσιμπούσι τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων είναι που θυμάμαι! Να ζήσεις πολλά χρόνια να το θυμάσαι το Μανώλη!

papi είπε...

Na 'sai kala Foteinouli mou! Diavaza to keimeno sou mesanyhta, kourasmeni kai xekardizomouna, kai taxideva kai se apolamvana! Ti talento write-up comedy ehei xepidisei ap'to klouvio sou panemorfo kefalaki (To stand-up comedy to gnorizame hronia tora)!
Kales giortes na peraseis, kardia mou, kai kali antamosi argotera gia xesalomata ek neou!

Lucia είπε...

moutsakos: να είσαι καλά φίλε μου, με το καλό να σε δω και από κοντά να θυμηθούμε και άλλα

papi: τι να σου πω τωρα εσένα. Χαίρομαι που χάρηκες γιατί αυτές τις θύμησες μαζί τις φτιάξαμε, τις ζήσαμε. Να είμαστε καλά να δημιουργήσουμε και άλλες...