Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

Μεγαλώνουν οι αποστάσεις και βαθαίνουν οι δεσμόί

Την Παρασκευή το πρωί πάλευα με νούμερα, με ισολογισμός, με report, με άγχη, με την καθημεριότητα μου δηλαδη, και το βράδυ βρέθηκα στο Ηράρκλειο Κρήτης. Το ταξίδι για μένα, ουσιαστικά ξεκίνησε εκείνη την στιγμή.
Μέχρι να καταλαβω τι έγινε, ήμουν σε ένα μαγαζάκι να πίνω ρακές, με την αδερφή μου και ένα πολύ αγαπημένο μου άνθρωπο που είχα να δω δυο χρόνια και να ακούμε ρεμπέτικα. Μετά την τέταρτη ρακή άρχισα κάπως να συνέρχομαι. Τι να πεις, τι να ρωτήσεις όταν έχεις να δεις κάποιον τόσο πολύ καιρό. Το μόνο αληθινό εκείνη την ώρα, είναι το ζεστό και καθαρό βλέμμα, το σταθερό άγγιγμα στον ώμο, και η ερώτηση: «είσαι καλά?». Και πίσω από αυτές τις δυο λεξούλες να βάζεις νοιάξιμο, αγωνία, ενδιαφέρον, αγάπη.
Όσο πέρναγε η ώρα, οι ρακές γίνανε πολλές, τα τραγούδια ...έτσι σαν να με άγγιζαν πιο πολύ «εμένα δεν με μέλλει αν αγαπάς αλλού, φοβούμαι μην σου πάρουν την γνώση και το νου...και από λίγο λίγο γίνεται πολύ...». Και μετά γέλια, και βλέμματα, και χάδια και αγκαλιές και αστεία χαζά, παλιά και αγαπημένα. Να κλείνω τα μάτια, να ψάχνω το συναίσθημα και να γεμίζει η ψυχή μου, να ανοίγει, και εγώ να νιώθω οτι εκείνο το βράδυ, σε εκείνο το μέρος και με αυτό το παρεάκι, εγώ είμαι καλά!
Η επόμενη μέρα, αληταριό σκέτο. Βόλτες, ψώνια, χάζεμα, καφέδες, φαί, κλεμμένος ύπνος μια ωρίστα σε ένα υπέροχο σπιτάκι σε χωριό υπό την μουσική οργάνου, καινούριου για μένα, με το όνομο «μεντίν» ή κάπως έτσι, για να καταλήξω να βρεθώ πάλι σε μαγαζάκι εξαιρετικό, να πίνω πάλι ρακές, και να ακούω λαούτι, και βιολί και τραγουδάκια κρητικά. Όλα πολυ ωραία. Αλλιώς όμως, διαφορετικά. Ήρεμα. Δεν ήθελα να μιλάω πολύ, δεν ένιωθα ότι κάτι έχω να πω που δεν πρόλαβα. Όλα μου φαίνονταν ήσυχα, τακτοποιημένα.
Η τελευταία στάση του ταξιδιού, ημέρα Κυριακή, θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «έρχομαι να σας ξανασυστηθώ». Βρέθηκα με πολύ μα πάρα πολύ κόσμο.Και τι κόσμο, το σόι μου.
Πρίν από σαράντα μέρες ένας πολύ αγαπημένος θείος, αποφάσισε να φύγει για άλλο ταξίδι. Κουράστηκε εδώ. Πήγε να βρεί τους άλλους του αγαπημένους, που έφυγαν πριν από αυτόν. Να ανταμωθούν αλλού. Να ξανασμίξουν αλλιώς. Πήγα να χαιρετήσω αυτόν τον θείο, να του πω το δικό μου «καλό ταξίδι», να του ζητήσω να μου αγκαλιάσει και να μου χαιρετήσει τον δικό μου άνθρωπο, και να σταθώ όπως μπορώ και ξέρω σε μια οικογένεια που έχει πόνο.
Και βρέθηκα μέσα σε πενήντα – εξηντα ανθρώπους που είναι συγγενείς. Κάποιους είχα να τους δω λίγο καιρό, κάποιους όμως χρόνια πολλά. Δέκα, δεκαπέντε και βάλε. Τι να τους πεις και τι να σου πουν. Εγώ είμαι του τάδε, δεν με θυμάσαι? Που να σε θυμάμαι βρε πουλάκι μου, που την τελευταία φορά που σε είδα έιχα ύψος 1,15, προσπαθούσα να μάθω την διαίρεση με πορτοκάλια και να τονίζω σωστά τις λέξεις. Κάποιους τους άφησα 15 χρονών και τους βρήκα παντρεμένους με παιδιά. Περνάει γρήγορα ο καιρός.
Μέχρι πρίν λίγα χρόνια, στα δικά μου μάτια αυτοι οι άνθρωποι ήταν «το σόι μου». Και αυτη η φράση, τους έκανε ένα πράγμα. Τους τσουβάλιαζε, τους αδικούσε ή τους υπερεκτιμούσε. Άλλαξα τρόπο που τους είδα λοιπόν. Γύρισα λίγο το βλέμμα. Τους ξεχώρισα, τους ξεδιάλεξα. Κάποιους θέλω να τους ξαναδώ, να τους γνωρίσω και να με γνωρίσουν. Να συστηθούμε πάλι. Εγώ είμαι αυτή. Δεν είμαι η κόρη του τάδε και της τάδε και η αδερφή της γιατρέσας. Όχι, εγώ είμαι αυτή που βλέπεις, και έλα πιο κοντά να με δεις και να σε δω. Κάποιους άλλους πάλι, νομίζω ότι και να μην τους ξαναδώ δεν θα στενοχωρηθώ και πολύ. Είδα ανθρώπους που πραγματικά ήταν εκεί για να σταθούν και να βοηθήσουν, και άλλους που ήταν απλά γιατι δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Θυμήθηκα πολλές φορές αυτό που είχα διαβάσει κάποτε: «Οι άνθρωποι μπορεί να αμφισβητήσουν αυτό που θα πεις, αλλά δεν θα αμφισβητήσουν ποτέ αυτό που θα κάνεις» Αλλά έτσι είναι η ζωή και οι άνθρωποι που περνάνε γύρω μας. Και δεν είναι το «σοι μου». Είναι αυτοί που μπορώ να τους έχω στη ζωή μου αν θέλω και θέλουν ή όχι.
Γύρισα βράδυ αργά και ένιωθα καλά. Ένιωθα γεμάτη και ακόμα το κουβαλάω αυτό. Χόρτασα στην Κρήτη. Χόρτασα φαί, ρακή, μουσική, κουβέντες, αγκαλιές, βλέμματα, πειράγματα, σκέψεις,θλίψη, καλοσύνη, γέλιο, ανυσηχίες.
Ακούω ακόμα το αληθινό και ζεστό : «να μας ξανάρθεις μωρέ », και χαμογελάω κρυφά.
Θα τους «ξανάρθω».

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Άντε, ωραία, καλώς ήρθες.
Για πότε το βλέπεις να ξανάρθεις και σε εμάς;
Μίνα

Lucia είπε...

Σύντομα μικρή μου, πολύ σύντομα

Φαίη είπε...

:D

Χαρά παίρνω κι εγώ μόνο διαβάζοντάς το. Πάντα τέτοια λατρεία μου!

Lucia είπε...

Αχ μικρή μου Φαίη, να είσαι καλά!

Νικόλαος Παπουτσής είπε...

Καλή μου σου εύχομαι μέσα από την καρδιά μου να κανείς τέτοια ταξιδάκια,
(όχι για την ίδια αιτία όμως)
που σε ανεβάζουν και σε αναζωογονούν.
Με ταξίδεψες κι εμένα στην ωραία Κρήτη σου, που πάντα λέω πως θα πάω όμως ακόμα δεν τα κατάφερα!!!
Καλός ήρθες...καλή βδομάδα και πολλά κοτσυφοφιλιά, τσίου...

Lucia είπε...

καλώς σε βρήκα φίλε μου, καλή εβδομάδα και σε σένα,και να φροντίσεις να κατέβεις γρήγορα στην Κρήτη.