Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2008

Να με λούζει ο ήλιος

Αγαπημένο σημείο του σπιτιού η κάτω γωνία στο κρεβάτι. Το φως μπαίνει άπλετο σε αυτό το δωμάτιο και ειδικά σε εκείνο το σημείο αραζει.
Ξαπλώνω και εγώ ανάποδα στο κρεβάτι σε εμβρυακή στάση. Ο ήλιος που με χτυπάει λούζει όλο μου το κορμί, και πιο πολύ το κεφάλι.
Κλείνω τα μάτια, χαλαρώνω και νιώθω οτι καθαρίζει το μυαλό μου. Δεν σκέφτομαι τίποτα. Μονο χρώματα βλέπω, και εικόνες σκόρπιες. Ανάμεικτα όλα. Όταν ήμουν μικρό, η μαμά, ο μπαμπάς, στο σχολείο μετά , το «παπί», φοιτήτρια...και βλέμματα. Πόσα μάτια έχω δει. Πόσα μπορεί να σου πει ένα βλέμμα. Άραγε το δικό μου πως να είναι? Εχω μαστουρώσει από τον ήλιο και τα χρώματα. Ηρεμιά, γαλήνη.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Αστο. Δεν θέλω να μιλήσω με κανέναν. Σταματάει.
Πόση ώρα είμαι έτσι? Δεν μπορώ να υπολογίσω. Ίσως να κοιμήθηκα και λίγο. Δεν θέλω να κουνήσω. Εκει. Να κάθομαι εκει. Το τηλέφωνο χτυπάει πάλι. Δεν σηκώνομαι. Προσπαθώ να βάλω σε σειρά τις σκέψεις. Τίποτα. Μπερδεύονται όλα. Σαν άλλος να κάνει κουμάντο στο μυαλό μου.Αφήνομαι.
Από κάπου ακούγεται μουσική. «τα λερωμένα τ’άπλυτα, μαστα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πια για μένα». Χριστέ μου. Τι έμπνευση αυτός ο γείτονας μεσημερίατιακα την Γλυκερία. Σιγοτραγουδάω και εγώ «...δεν κάνεις πια για μένα».
Καλοκαίρι, θάλασσα, αμμος. Τι ωραία. Διακοπές. Πόσο θα ήθελα να ήμουν στη θάλασσα. Πόσο με ξεκουράζει αυτή η σκέψη. Η χαρά του πρώτου μπάνιου, το καινούριο μαγιό, ψάθα, παντόφλες, και η πρώτη βουτιά. Τα μάτια ανοιχτά να βλέπουν το μπλε και το βυθό. Ανάσες και βουτιές.
Το στομάχι παραπονιέται. Από πότε έχω να φαω? Θα σηκωθώ να φτιάξω κάτι. Να με ταίσω. Σε λιγο. Τωρα αν κουνηθώ θα χάσω αυτό το ωραίο συναίσθημα. Δεν θέλω.
Ξανακλείνω τα μάτια.. Ηρεμία, ζέστη, χαλάρωση.
Το τηλέφωνο χτυπάει πάλι. Θα σηκωθώ αυτή την φορά, ευκαιρία να φτιάξω και κάτι να φάω.
Τρέχω ζαλισμένη στο διάδρομο. Φαίνεται σκοτεινός πολύ. Προσπαθώ να συνέλθω.
-«Που είσαι παιδάκι μου και ανησυχώ, κοιμόσουν?»
-«Όχι μαμά, τι κάνεις εσύ?»
-« Σε έπαιρνα και πρίν, είχες βγει?»
-«Ναι, βόλτα»